- αντιτορπιλικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμεύει για την άμυνα κατά των τορπιλών ή των τορπιλικών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… … Dictionary of Greek